- μεταβίβαση
- Ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς του τεχνικού λεξιλογίου, με την έννοια της μεταφοράς, της μετακίνησης, στην πραγματική ή τη μεταφορική της διάσταση, όπως συμβαίνει κυρίως στην ψυχολογική ορολογία.
Στην παιδαγωγική ψυχολογία σημαίνει τη μεταφορά ειδικών ικανοτήτων από έναν τομέα δραστηριότητας σε έναν άλλο, όχι πολύ ανόμοιο, διαδικασία μέσω της οποίας διευκολύνεται η μάθηση. Στη μ. αποδίδεται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένα άτομο που γνωρίζει να επιτελεί μια ορισμένη εργασία με το δεξί χέρι, αν μάθει να κάνει την ίδια εργασία με το αριστερό χέρι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ως προς εκείνον που δεν διαθέτει τη συγκεκριμένη ικανότητα.
Στον τομέα της ψυχανάλυσης χαρακτηρίζεται ως μ. η προσωρινή μεταφορά στο πρόσωπο του ψυχαναλυτή συγκινησιακών φορτίων, κατά μεγάλο μέρος μη συνειδητών, που στα πρώτα χρόνια της ζωής του ο εξεταζόμενος κατηύθυνε αρχικά προς τους γονείς του ή άλλα πρόσωπα σημαντικά σε αυτόν. Η εκδήλωση και η συνειδητοποίηση της μ. στον εξεταζόμενο θεωρείται από τον Φρόιντ ως βασικό στοιχείο της ψυχαναλυτικής θεραπείας, γιατί φανερώνει ότι η θεραπεία διέλυσε κάποιο συναισθηματικό εμπόδιο που οφειλόταν σε απομακρυσμένο ψυχικό τραύμα.
* * *η1. η μεταφορά από ένα μέρος σε άλλο2. η εκχώρηση και η νομική πράξη τής εκχώρησης ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον (α. «μεταβίβαση ακινήτου» β. «μεταβίβαση κυριότητας» γ. «μεταβίβαση κληρονομιάς»)3. (επικοιν.) η ενέργεια τής μετάδοσης ενός τηλεγραφικού ή τηλεφωνικού μηνύματος, αλλ. μετάδοση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.